εἰκαιότης

εἰκαιότης
εἰκαιότης, ητος, ἡ (s. εἰκῇ; Philod.; Diog. L. 7, 48; Philo, Det. Pot. Ins. 10 et al.; Pr 30:8 Aq.) the state or condition of lacking seriousness by engaging in triviality, silliness w. ἀπάτη Dg 4:6.—DELG s.v. εἰκῇ.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εικαιότης — εἰκαιότης, η (Α) [εικαῑος] η είκαιοσύνη …   Dictionary of Greek

  • εἰκαιότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιότητα — εἰκαιότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιότητος — εἰκαιότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεικαιότης — ἀνεικαιότης, η (Α) διάκριση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”